- μοισαῖον
- Μούσειοςofmasc acc sg (aeolic)Μούσειοςofneut nom/voc/acc sg (aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ … Dictionary of Greek